-
1 двусторонний
двусторонний 1) δίπλευρος· \двустороннийее движение η κυκλοφορία διπλής φοράς 2) (обоюдный) διμερής· \двустороннийее соглашение η διμερής συμφωνία* * *1) δίπλευροςдвустороннее движе́ние — η κυκλοφορία διπλής φοράς
2) ( обоюдный) διμερήςдвустороннее соглаше́ние — η διμερής συμφωνία
-
2 двусторонний
κ. двухсторонний, επ. δίπλευρος, διπλός•-ее воспаление легких η διπλή πνευμονία•
-ее уличное движение διπλή οδική κίνηση.
|| δίφατσος, από τις δυό μεριές όρθα, ντουμπλεφάς•-ее сукно δίφατση τσόχα.
|| διμερής•-ее соглашение διμερής συμφωνία.
-
3 договор
η συμφωνί/α, το συμβόλαιο, το συμφωνητικό, (между государствами) η συνθήκη- на основе взаимности αμοι-βαία/αμφοτεροβαρής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > договор